κτιστώς

κτιστώς
κτιστῶς (AM)
επίρρ. βλ. κτιστός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κτιστῶς — κτιστός wrought adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτιστός — ή, ό (AM κτιστός, ή, όν) [κτίζω] κτισμένος, οικοδομημένος νεοελλ. κατασκευασμένος με τοιχοποιία μσν. αρχ. 1. δημιουργημένος, πλασμένος από τον θεό 2. υλικός, υπαρκτός αρχ. σφυρηλατημένος, επεξεργασμένος, δουλεμένος. επίρρ... κτιστά (AM κτιστῶς)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”